«50 Χρόνια Τουρκικής Εισβολής και Κατοχής στην Κύπρο»
Σχεδόν μόνο αυτό μνημονεύτηκε στην Ελλάδα
του Σωτήρη Βλάχου
«50 χρόνια συμπληρώνονται από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο», ήταν σχεδόν αποκλειστικά η αναφορά για τα γεγονότα του 1974. Καμιά αναφορά, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, για το ελληνικό πραξικόπημα που προηγήθηκε κατά πέντε μέρες, το οποίο για τους Τουρκοκύπριους ήταν Ελληνική εισβολή στην Κύπρο. Ένα ανελέητο πραξικόπημα που σκότωσε, μαζί με Τουρκοκύπριους και Ελληνοκύπριους που αντιστάθηκαν σε αυτό, κατά κύριο λόγο αριστερούς Ελληνοκύπριους.
Δεν αναμέναμε φυσικά αναφορές σε τέτοια εγκλήματα από την επίσημη δεξιά, που όσο απομακρυνόμαστε από εθνικές τραγωδίες τόσο φτιάχνει την ιστορία κατά πως βολεύει την άμεμπτη εθνική ιστορία. Αναμέναμε όμως από την ελληνική αριστερά στο σύνολό της κάτι διαφορετικό. Τίποτε όμως. Ακόμα και από την θεωρούμενη πιο διεθνιστική από αυτές.
«Από τότε που εκδηλώθηκε η τουρκική εισβολή, η οποία οδήγησε σε χιλιάδες νεκρούς, αγνοούμενους και εκτοπισμένους…».
Χιλιάδες είναι οι νεκροί της κυπριακής τραγωδίας. Που δεν περίμενε ωστόσο την Τουρκική εισβολή για να τους αναδείξει στο ματωβαμένο ιστορικό της. Εκατοντάδες χιλιάδες είναι και οι πρόσφυγες και σχεδόν δύο χιλιάδες οι αγνοούμενοι που αποτελούν την πιο τραγική πτυχή της. Που θα έπρεπε όμως να τονίζεται με τον πιο εμφαντικό τρόπο ότι δεν είναι μόνο Ελληνοκύπριοι. Πουθενά δεν αναφέρεται αυτό.
Το 1963 η ελληνοκυπριακή ηγεσία προσπάθησε να αλλάξει μονομερώς το σύνταγμα που είχε υπογράψει μόλις τρία χρόνια πριν. Μια προσπάθεια που κατέληξε σε ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Από τότε μέχρι και την Τουρκική εισβολή οι πρόσφυγες ήταν στην συντριπτική τους πλειοψηφία Τουρκοκύπριοι, όπως και οι νεκροί και οι αγνοούμενοι.
Ακόμα και σήμερα όμως, όταν γίνεται αναφορά σε αυτές τις τρεις κατηγορίες θυμάτων, τους ταυτίζουν με Ελληνοκύπριους. Και διαγράφουν ότι μαζί με τις 200 χιλιάδες Ελληνοκύπριων προσφύγων υπάρχουν και 50 χιλιάδες Τουρκοκύπριοι, οι περισσότεροι δύο και τρεις φορές. Πώς μετράς τον συνολικό αριθμό προσφύγων όταν οι περισσότεροι έγιναν πρόσφυγες δύο και τρεις φορές;
Οι αγνοούμενοι είναι 1,510 Ελληνοκύπριοι και 492 Τουρκοκύπριοι. Αναλογικά ένας Τουρκοκύπριος τρεις Ελληνοκύπριοι, ενώ η αναλογία του πληθυσμού ήταν ένας Τουρκοκύπριος τέσσερις Ελληνοκύπριοι.
Όλα τα πιο πάνω στοιχεία είναι επίσημα, καταγραμμένα από τον ΟΗΕ και αναγνωρισμένα και από την Ελληνοκυπριακή πλευρά.
Αν αυτά όμως δεν αναφέρονται, τότε απλά εκπαιδεύεις τη νεολαία στο μίσος για τους άλλους, τους βάρβαρους. Έτσι τη σπρώχνεις στον εθνικισμό και στην περιφρόνηση όλων των διαδικασιών ειρηνικής επίλυσης. Διότι αν όλα τα δίκαια είναι με την φυλή σου και όλα τα άδικα με τους βαρβάρους, γιατί τότε να επιδιώκεται συμβιβασμός; Γιατί τότε να μην θεωρούνται πουλημένοι οι πολιτικοί που συνομιλούν με τους δολοφόνους που υπάρχουν μόνο στην άλλη πλευρά; Γιατί τότε να μην δικαιώνονται μόνο οι φασίστες που δεν δέχονται καμιά συνδιαλλαγή; Να πως κτίζει τη δύναμη του ο φασισμός.
Της βαρβαρότητας της τουρκικής εισβολής που ήλθε να πάρει εθνική εκδίκηση, είχε προηγηθεί η βαρβαρότητα του ελληνοκυπριακού εθνικισμού. Από τις δικοινοτικές συγκρούσεις του 1963 -64 οι Τουρκοκύπριοι έζησαν σε ένα κόσμο εφιαλτικό. Το ελληνικό πραξικόπημα ήταν το επιστέγασμα.
Ο εφιαλτικός αυτός κόσμος που βίωναν καθημερινά ήταν ο λόγος πουοδηγήθηκαν σε θύλακες. Ήταν οι διωγμοί σε βάρος τους που δημιούργησαν την ανάγκη για θύλακες (στο 3%του εδάφους παρακαλώ) για προστασία τους. Και όχι κάποιο σχέδιο που κατασκευάστηκε για να φέρει τη διχοτόμηση «άνευ λόγου και αιτίας». Το 20% σχεδόν του πληθυσμού ζούσε από τότε μέχρι και την Τουρκική εισβολή στο 3% τους εδάφους.
Μετά το πραξικόπημα και την εισβολή η διχοτόμηση είχε επιτευχθεί με την συμβολή του Ελληνικού, Τουρκικού και Κυπριακού εθνικισμού. Και το ζήτημα ήταν πώς μπορούσε να ανατραπεί;
Όλα τα σχέδια που τέθηκαν στο τραπέζι είχαν στόχο τη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία. Αυτή όμως δεν ήταν απλά η θέση του Διεθνούς παράγοντα, για τον οποίο κάποιος μπορεί να έχει ένα σωρό καχυποψίες. Ήταν η μόνη θέση που ένωσε την Ελληνοκυπριακήμε τη Τουρκοκυπριακή αριστερά. Ήταν το ελάχιστο που οι Τουρκοκύπριοι μπορούσαν να δεχτούν για επανένωση της Κύπρου μετά τα όσα υπόφεραν στο Ενιαίο Κυπριακό κράτος.
Ομοσπονδιακά κράτη λειτουργούν σε πολλές δεκάδες χώρες, όπου κοινότητες έχουν ξεχωριστές εξουσίες μέσα φυσικά σε ένα κράτος, μια οικονομία και μια διεθνή προσωπικότητα.
Ομοσπονδιακά είναι τα κράτη της Αυστρίας, της Γερμανίας, της Ελβετίας, των ΗΠΑ, για να αναφέρουμε μόνο μερικά. Ακόμα και η Σοβιετική Ένωση ήταν ομοσπονδία.
Πως μέρος της Ελληνικής αριστεράς καταδικάζει μια τέτοια λύση ως διχοτομική λύση; Πως μπορείς να μιλάς, «γκετοποίηση, που προκαλούν η «διζωνικότήτα» και τα δύο «συνιστώντα κράτη»;
Πώς μπορείς να μιλάς «για τουρκικές επιδιώξεις για την Κύπρο που ολοκληρώθηκαν με την εισβολή και κατοχή, με τον «Αττίλα 1» και τον «Αττίλα 2», τον Ιούλη και τον Αύγουστο του 1974 αντίστοιχα», χωρίς καμιά αναφορά σε Ελληνικές επιδιώξεις και στο πραξικόπημα;
«Το έδαφος πάνω στο οποίο στηρίζεται η θέση του ΚΚΕ είναι τα ενιαία συμφέροντα του εργαζόμενου λαού όλης της Κύπρου, η αναγκαιότητα συντονισμού της πάλης της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων της Κύπρου, της Τουρκίας και της Ελλάδας, η αντιμετώπιση του καθεστώτος που προκάλεσε η εισβολή – κατοχή».
Πώς να το χαρακτηρίσεις τώρα αυτό; Κοινή πάλη των λαών ενάντια στα αποτελέσματα που προκάλεσε η εισβολή -κατοχή. Μα και αυτή ήταν αποτέλεσμα του Ελληνικού πραξικοπήματος και της βίας που υπέστησαν οι απλοί Τουρκοκύπριοι για μια δεκαετία. Πως διασφαλίζεται ότι αυτά δεν θα συμβούν ξανά; Πιστεύουν πραγματικά οι συγγραφείς του κειμένου ότι μπορεί να υπάρξει συντονισμός της πάλης της εργατικής τάξης, μαζί και Τούρκων και Τουρκοκυπρίων, ενάντια μόνο στην τουρκική εισβολή και τα αποτελέσματα της;
«Δικαίωμα στην ελεύθερη διακίνηση, εγκατάσταση και διαμονή εργατικών – λαϊκών οικογενειών σε όλες τις περιοχές του Νησιού, χωρίς όρους και δεσμεύσεις, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για Τουρκοκύπριους, Ελληνοκύπριους, Αρμένιους, Μαρωνίτες ή Λατίνους».
Δεν υπήρχαν περιορισμοί στην διακίνηση ούτε στο Σχέδιο Ανάν ούτε στην προτάσεις στο Γκράντ Μοντανά το 2017 από το οποίο η ελληνοκυπριακή ηγεσία αποχώρησε. Και κατηγορήθηκε ως υπεύθυνη υπόσκαψης της προσπάθειας από ένα σωρό Ελληνοκύπριους αναλυτές, πολλοί από του οποίους στήριξαν Αναστασιάδη και στις δύο Προεδρικές εκλογικές αναμετρήσεις.
Υπήρχαν περιορισμοί στην εγκατάσταση και διαμονή για τον απλούστατο λόγο ότι αν δεν υπήρχαν, θα μπορούσαν εύκολα οι Ελληνοκύπριοι να γίνουν πλειοψηφία στο τουρκοκυπριακό κρατίδιο και να εκτοπίσουν πολιτικά τους Τουρκοκύπριους.
Όσοι τάσσονται ενάντια στα δύο πιο πάνω σχέδια, με την πολύ ελαφριά κατηγορία ότι ήταν διζωνικά, δηλαδή, γι’ αυτούς διχοτομικά, αγνοούν την πιο μεγάλη αλήθεια: Ότι με τα δύο πιο πάνω Σχέδια η Τουρκία αναγκάστηκε να εγκατάλειψη την πάγια πολιτική που είχε από το 1974, ότι το Κυπριακό είχε λυθεί με την «επέμβαση» και ότι το μόνο που έμενε ήταν να γίνει αποδεκτή αυτή η λύση.
«Εξασφάλιση των εργασιακών, ασφαλιστικών, κοινωνικών δικαιωμάτων χωρίς διακρίσεις. Σεβασμός στο δικαίωμα να μιλούν τη γλώσσα τους, να μορφώνονται τα παιδιά τους. Σεβασμός στις θρησκευτικές επιλογές και πολιτιστικές παραδόσεις».
Αυτά υπήρχαν ως προϋποθέσεις για λύση σε όλα τα σχέδια που έχουν προταθεί από το 1974. Τώρα αν θα μπορούσαν να τηρηθούν, είναι μια εντελώς διαφορετική ιστορία. Οι κοινές διεκδικήσεις και η κοινή πάλη των λαών είναι η μόνη εγγύηση. Που για να υπάρχει όμως είναι απαραίτητη η εμπιστοσύνη μεταξύ των λαών. Την οποία υποσκάπτει ανεπανόρθωτα η επιμονή για ενιαίο κράτος, που για τους Τουρκοκύπριους ήταν ένας εφιάλτης.
Σημαντικό είναι να αναφέρουμε κλείνοντας ότι την Ομοσπονδιακή δομή που είναι η μόνη που μπορεί να φέρει κάτω από την ίδια στέγη τις δύο κοινότητες, αντιπαλεύει φανερά το ΕΛΑΜ, η Χρυσή Αυγή της Κύπρου, και φανερά αλλά και υπόγεια, με νύχια και με δόντια όμως, οι εθνικιστές και των δύο κοινοτήτων.
Σωτήρης Βλάχος
28 Ιουλίου 2024